σκληρόδερμα

σκληρόδερμα
σκληρόδερμος
with hard skin
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκληρόδερμα — το, Ν (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην τάξη σκληροδερματώδη τής κλάσης γαστερομύκητες και τού οποίου ορισμένα είδη, σε νεαρή ηλικία, έχουν εδώδιμα βασιδιοκάρπια τα οποία χρησιμοποιούνται για τη νόθευση τών κονσερβών με μανιτάρια… …   Dictionary of Greek

  • σκληρόδερμος — η, ο / σκληρόδερμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει σκληρό δέρμα («ἡ μὲν οὖν χελώνη τίκτει ᾠὰ σκληρόδερμα καὶ δίχροα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. αναίσθητος, ανάλγητος, χοντρόπετσος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκληρόδερμα τα μαλάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός …   Dictionary of Greek

  • δερματοσκλήρυνση — η βλ. σκληρόδερμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”